- βάτινον
- βάτινον, τό,A fruit of βάτος, blackberry, Gal.6.589, 12.920.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βατίνοις — βάτινον fruit of neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατίνου — βάτινον fruit of neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατίνων — βάτινον fruit of neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατίνῳ — βάτινον fruit of neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτινα — βάτινον fruit of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτινος — και βάτσινος και βάτικος, η, ο Ι. (για δέντρο και θάμνους) αυτός που παράγει καρπούς όμοιους με του βάτου ΙΙ. το ουδ. ως ουσ. βάτσινο, το (Α βάτινον) ο καρπός του βάτου, το βατόμουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάτος(Ι). Ο τ. βάτσινος αντί βάτινος με τροπή… … Dictionary of Greek